-
1 ἀ-σκαρδαμυκτέω
ἀ-σκαρδαμυκτέω, nicht blinzeln; starr u. unverwandt sehen, Schol. Ar. ἀτενὲς βλέπειν τὸν ἥλιον.
-
2 ἀβασάνιστος
ἀβασάνιστος, ον,A not tortured,ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3
, cf. Plu.2.275c;κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9
. Adv. - τως without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14.2 untried, unexamined,ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13
;ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3
;παραλείπειν Plu.2.59c
. Adv.- τως
without due examination,Th.
1.20, Plu.2.28b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβασάνιστος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий